απλικεύω

απλικεύω
(Μ ἀπλικεύω)
1. σταθμεύω, στρατοπεδεύω
2. εγκαθίσταμαι, μένω («διωγμένοι από τους Τούρκους απλίκεψαν στα νησιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. applicare (castra) «στρατοπεδεύω», κατά το πεζεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απλίκιν — ἀπλίκιν, το (Μ) [απλικεύω] στρατόπεδο, καταυλισμός, κατοικία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”